- εφημέριος
- Ο επικεφαλής της ενορίας, ο παπάς. Η διαδικασία της ανακήρυξης κάποιου ως υποψήφιου ε., η εκλογή και ο διορισμός του ορίζονται από τον νόμο. Την ευθύνη για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας έχει o μητροπολίτης, που καλεί με προκήρυξη όσους έχουν τα απαραίτητα προσόντα για τη χειροτονία να καταθέσουν, σε μια ορισμένη προθεσμία, αίτηση και πιστοποιητικά προσόντων. Από τους υποψήφιους, των οποίων τα ονόματα γίνονται γνωστά στους κατοίκους της ενορίας, ο μητροπολίτης εκλέγει τον πιο κατάλληλο και, εφόσον δεν υπάρξει αντίθετη γνώμη από την Ιερά Σύνοδο, μέσα σε μια ορισμένη προθεσμία, τον χειροτονεί. Ο ε., εκτός από ειδικές περιπτώσεις, παίρνει μετάθεση με τη συγκατάθεσή του και με σύμφωνη γνώμη των εκκλησιαστικών συμβουλίων. Χάνει τη θέση του αν την εγκαταλείψει αδικαιολόγητα πάνω από έναν μήνα ή αν του επιβληθεί ποινή αργίας μεγαλύτερη από έναν χρόνο. Τέλος, παύει να ασκεί τα καθήκοντά του και παίρνει σύνταξη, όταν συμπληρώσει το 75ο έτος της ηλικίας του.
Ο εφημέριος (παπάς) είναι ο επικεφαλής της ενορίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *ο (ΑΜ ἐφημέριος, -ον, Α και ἐφημέριος, -ία, -ον, δωρ. τ. ἐφαμέριος, -ον)νεοελλ.-μσν.1. ο ιερέας που εκτελεί τα λειτουργικά του καθήκοντα σε έναν ναό είτε μόνος είτε κατ' εναλλαγή με άλλους ιερείς που συνυπηρετούν μαζί του στον ίδιο ναό2. (γενικά) ο διορισμένος σε κάποιο ναό από τον επίσκοπο, ως λειτουργός τού θεού, κατόπιν τυπικής εκλογής από τους ενορίτεςμσν.ὁ ἐφημέριοςο επόπτηςμσν.-αρχ.ο καθημερινός, τής ημέρας (α. ἀμβροσίαν ἀνεῑσαν αὐτοῑς ἐφημέριον», Πλούτ.β. «ἐφημερίους τε ποιῶν θυσίας ὑπὲρ παίδων», Κ. Μανασσ.)αρχ.1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας2. αυτός που γίνεται μόνο για μια μέρα («ἐφημέρια φρονέοντες», Ομ. Οδ.)3. αυτός που διαρκεί μια μέρα, ο βραχυχρόνιος4. (το αρσ. πληθ.) οἱ ἐφημέριοι (ενν. άνθρωποι)εφήμερα πλάσματα5. φρ. α. «λάτρις ἐφημέριος» — υπηρέτης ημερομίσθιοςβ. «μισθός ἐφημέριος» — το ημερομίσθιο, το μεροκάματο6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφημέριοντο διάστημα μιας ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡμέρ-ιος (< ἡμέρα)].
Dictionary of Greek. 2013.